- χούλιγκαν
- ο, Νάκλ.1. άτομο με προκλητική και βίαιη αντικοινωνική στάση και συμπεριφορά, ιδίως στα πλαίσια αθλητικών συναντήσεων2. (κατ' επέκτ.) αλήτης, ταραξίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hooligan, πιθ. από το όνομα Hooligan, ενός Ιρλανδού].
Dictionary of Greek. 2013.